Εντομή στα λιθουανικά
Μετάφραση: εντομή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pjūvis, įpjovimas, incizija, įpjova, rėžis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντομή
εντομή ξάνθη, εντομή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εντομή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εντολή στα λιθουανικά - vertinti, rūšis, komanda, tvarka, klubas, įsakas, rangas, ...
- εντολοδόχος στα λιθουανικά - atstovas, atvaizduoja, atstovo, atstovą, atstovui
- εντομοκτόνο στα λιθουανικά - insekticidas, dezinsekcija, insekticidais
- εντομοφάγος στα λιθουανικά - vabzdžiaėdis, Vabzdžiaėdžiai, Owadożerny
Τυχαίες λέξεις
Εντομή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pjūvis, įpjovimas, incizija, įpjova, rėžis
Μεταφράσεις: pjūvis, įpjovimas, incizija, įpjova, rėžis