Θρόισμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: θρόισμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ošimas, ošimo, Drenažo vamzdžių, ošti, Poświst
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρόισμα
θρόισμα φύλλων, θρόισμα μαρώνειας, θρόισμα σημασια, θρόισμα μετάφραση, θρόισμα στα αγγλικα, θρόισμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, θρόισμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- θρυμματίζομαι στα λιθουανικά - byrėti, trupėti, griūti, subyrėti, nubyrėti
- θρυμματίζω στα λιθουανικά - byrėti, trupėti, griūti, subyrėti, nubyrėti
- θρόνος στα λιθουανικά - sostas, sostą, sosto, sostas stovės
- θρύλος στα λιθουανικά - pasakėčia, legenda, Legend, legendos, legendą
Τυχαίες λέξεις
Θρόισμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ošimas, ošimo, Drenažo vamzdžių, ošti, Poświst
Μεταφράσεις: ošimas, ošimo, Drenažo vamzdžių, ošti, Poświst