Θρόισμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: θρόισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зашелестіти, шелест, шелестіти
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρόισμα
θρόισμα φύλλων, θρόισμα μαρώνειας, θρόισμα σημασια, θρόισμα μετάφραση, θρόισμα στα αγγλικα, θρόισμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θρόισμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- θρυμματίζομαι στα ουκρανικά - град, кришитися, кришиться, кришитиметься
- θρυμματίζω στα ουκρανικά - завалюватися, розтрощити, накришити, осипатись, завалитися, оладка, побити, ...
- θρόνος στα ουκρανικά - трон, престол, престіл
- θρύλος στα ουκρανικά - легато, легенда
Τυχαίες λέξεις
Θρόισμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зашелестіти, шелест, шелестіти
Μεταφράσεις: зашелестіти, шелест, шелестіти