Θώκος στα λιθουανικά
Μετάφραση: θώκος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kabinetas, suknelė, chalatas, gown, chalatą, suknelę
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θώκος
ο θώκος, υπουργικός θώκος, θώκος σημαίνει, οικολογικόσ θώκοσ, θώκος ορισμός, θώκος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, θώκος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- θύμα στα λιθουανικά - nukentėjėlis, auka, epizode, nukentėjusysis, aukos
- θύρα στα λιθουανικά - vartai, durys, durų, duris, durelės, dureles
- ιαγουάρος στα λιθουανικά - jaguaras, jaguar
- ιατρείο στα λιθουανικά - chirurgija, operacija, ambulatorija, dispanserio, dispanseris, Ambulance, vaistinė
Τυχαίες λέξεις
Θώκος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kabinetas, suknelė, chalatas, gown, chalatą, suknelę
Μεταφράσεις: kabinetas, suknelė, chalatas, gown, chalatą, suknelę