Θώκος στα τούρκικα
Μετάφραση: θώκος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ofis, yazıhane, karhana, hizmet, kar, görev, memuriyet, cüppe, elbisesi, elbise, gown, gelinlik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θώκος
ο θώκος, υπουργικός θώκος, θώκος σημαίνει, οικολογικόσ θώκοσ, θώκος ορισμός, θώκος λεξικό γλώσσας τούρκικα, θώκος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- θύμα στα τούρκικα - kurban, kurbanı, mağdur, mağduru, mağdurun
- θύρα στα τούρκικα - kapı, kapısı, door, kapak, kapağı
- ιαγουάρος στα τούρκικα - jaguar, jaguarın, Jaguar'ın, Jaguarların
- ιατρείο στα τούρκικα - dispanser, Dispanseri, dispensary, yapıldığı dispanser, Savaş Dispanseri
Τυχαίες λέξεις
Θώκος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ofis, yazıhane, karhana, hizmet, kar, görev, memuriyet, cüppe, elbisesi, elbise, gown, gelinlik
Μεταφράσεις: ofis, yazıhane, karhana, hizmet, kar, görev, memuriyet, cüppe, elbisesi, elbise, gown, gelinlik