Κελαρύζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: κελαρύζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šnarėjimas, mosikavimas, sumoti, mostagavimas, čiužėti
Κελαρύζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κελαρύζω

κελαρύζω τι σημαινει, κελαρύζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κελαρύζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κελάρι στα λιθουανικά - rūsys, pusrūsis, rūsyje, rūsio, rūselis, rūsių
  • κελί στα λιθουανικά - ląstelė, ląstelių, mobilųjį, mobiliojo, mobilusis
  • κενοδοξία στα λιθουανικά - tuštybė, prabangi kriauklė, šurmulio, prabangi kriauklė ir, prabangi
  • κεντρί στα λιθουανικά - įgėlimas, geluonis, gėlimas, gelti, apkandžioti
Τυχαίες λέξεις
Κελαρύζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šnarėjimas, mosikavimas, sumoti, mostagavimas, čiužėti