Κεφαλαιοποιώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: κεφαλαιοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapitalizuojamos, kapitalizuota, kapitalizuojami, kapitalizuotos, kapitalizuotas
Κεφαλαιοποιώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κεφαλαιοποιώ

κεφαλαιοποιώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κεφαλαιοποιώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κεφάτος στα λιθουανικά - linksmas, linksmai, merry, linksminosi, linksmų
  • κεφαλαιοποίηση στα λιθουανικά - kapitalizacija, kapitalizacijos, kapitalizavimas, kapitalizavimo, kapitalizaciją
  • κεφαλιά στα λιθουανικά - antraštė, antraštės, galva, header, antraštėje
  • κεχρί στα λιθουανικά - soros, sorų, millet, lesalas, soros ir
Τυχαίες λέξεις
Κεφαλαιοποιώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kapitalizuojamos, kapitalizuota, kapitalizuojami, kapitalizuotos, kapitalizuotas