Μπουσουλάω στα λιθουανικά
Μετάφραση: μπουσουλάω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šliaužti, lįsti, slinkti, rėplioti, kraulis, lervoti, repečkoti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπουσουλάω
ονειροκρίτης μπουσουλάω, μπουσουλάω αγγλικα, μπουσουλάω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μπουσουλάω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μπουμπούκι στα λιθουανικά - pumpuras, pumpurų, paauglė, bumburas, plėtotis
- μπουντρούμι στα λιθουανικά - belangė, Požemis, Dungeon, lochu, Požemių
- μπουφές στα λιθουανικά - bufetas, švediškas stalas, savitarnos, patiekiami savitarnos, švediško stalo
- μποϋκοτάρω στα λιθουανικά - boikotas, boikoto, boikotuoti, boikotą
Τυχαίες λέξεις
Μπουσουλάω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šliaužti, lįsti, slinkti, rėplioti, kraulis, lervoti, repečkoti
Μεταφράσεις: šliaužti, lįsti, slinkti, rėplioti, kraulis, lervoti, repečkoti