Μπουσουλάω στα ολλανδικά

Μετάφραση: μπουσουλάω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruipen, crawl, kruip, kruipt, crawlen
Μπουσουλάω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπουσουλάω

ονειροκρίτης μπουσουλάω, μπουσουλάω αγγλικα, μπουσουλάω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπουσουλάω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπουμπούκι στα ολλανδικά - botten, spruiten, knop, uitbotten, kiem, bud, knoppen, ...
  • μπουντρούμι στα ολλανδικά - kerker, Dungeon, kerker van, de kerker
  • μπουφές στα ολλανδικά - buffet, bar, restauratie, kast, tapkast, ontbijtbuffet, geserveerd, ...
  • μποϋκοτάρω στα ολλανδικά - boycotten, boycot, de boycot, boycot van, boycott
Τυχαίες λέξεις
Μπουσουλάω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruipen, crawl, kruip, kruipt, crawlen