Νιαουρίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: νιαουρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
meow, miau, Miauczeć, Miauczenie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νιαουρίζω
νιαουρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, νιαουρίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- νησιώτης στα λιθουανικά - salos gyventojas, salų, Islander, salų gyventojas, Gyventojas salos
- νηφάλιος στα λιθουανικά - blaivus, blaivūs, protingas, nuosaikus
- νικημένος στα λιθουανικά - nugalėjo, nugalėtas, įveikė, nugalėti, sumušė
- νικητής στα λιθουανικά - nugalėtojas, laimėtojas, laureatas, nugalėtoja, nugalėtoju
Τυχαίες λέξεις
Νιαουρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: meow, miau, Miauczeć, Miauczenie
Μεταφράσεις: meow, miau, Miauczeć, Miauczenie