Ποντίκι στα λιθουανικά
Μετάφραση: ποντίκι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pelė, pelės, pele, pelę, pelių
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποντίκι
ποντίκι αφής, ποντίκι μοσχαρίσιο, ποντίκι κυψέλη, ποντίκι στο σπίτι, ποντίκι wireless mobile mouse 6000, ποντίκι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ποντίκι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πονηρός στα λιθουανικά - gudrus, apgaulus, ironiškas, klastingas, nelegalus
- πονοκέφαλος στα λιθουανικά - galvos skausmas, galvos, skausmas, galvos skausmą
- πονόψυχος στα λιθουανικά - švelnus, švelniasielis, gailiaširdis, minkštaširdis, Labsirdīgs
- πονώ στα λιθουανικά - skriauda, blogis, skausmas, kančia, skaudėti, skausmo, skausmą, ...
Τυχαίες λέξεις
Ποντίκι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pelė, pelės, pele, pelę, pelių
Μεταφράσεις: pelė, pelės, pele, pelę, pelių