Σκουντουφλώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: σκουντουφλώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suklupti, klupinėti, knapsėti, suklupimas, apsirikti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκουντουφλώ
σκουντουφλώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σκουντουφλώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σκοτσέζος στα λιθουανικά - Škotijos, scottish, škotų, Škotijoje
- σκοτώνω στα λιθουανικά - galabinti, užmušti, zabijaliscie, Noslepkavot, nužudys
- σκουντώ στα λιθουανικά - stumtelėti, Kuksać, Piegrūst, stuktelėjimas alkūne, Iedunkāt
- σκουπίδια στα λιθουανικά - šlamštas, šiukšlės, šiukšlių, trash, šiukšliadėžės, šiukšlinę
Τυχαίες λέξεις
Σκουντουφλώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: suklupti, klupinėti, knapsėti, suklupimas, apsirikti
Μεταφράσεις: suklupti, klupinėti, knapsėti, suklupimas, apsirikti