Σκουντουφλώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκουντουφλώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
struikelen, struikeling, Stumble, struikeld bijna, strompelen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκουντουφλώ
σκουντουφλώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκουντουφλώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκοτσέζος στα ολλανδικά - Schots, Schotse, Scottish, de Schotse, Schotland
- σκοτώνω στα ολλανδικά - ombrengen, doden, slachten, vermoorden, moorden, moord, doodslag, ...
- σκουντώ στα ολλανδικά - duwtje, nudge, por, duw, zetje
- σκουπίδια στα ολλανδικά - afval, afwijzen, vuil, draagbaar, vuilnis, weigeren, afkeuren, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκουντουφλώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: struikelen, struikeling, Stumble, struikeld bijna, strompelen
Μεταφράσεις: struikelen, struikeling, Stumble, struikeld bijna, strompelen