Τσεκούρι στα λιθουανικά
Μετάφραση: τσεκούρι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kirvis, axe, mažinimas, tašyti, apkarpyti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσεκούρι
τσεκούρι σχισίματος κορμών, τσεκούρι βορίδης, τσεκούρι fiskars, τσεκούρι για ξύλα, τσεκούρι γαβράς, τσεκούρι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τσεκούρι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τσαπατσούλης στα λιθουανικά - aplaistytas, per daug jausmingas, prastas, aptaškytas, nerūpestingai atliktas
- τσεκουριά στα λιθουανικά - suskaldyti, pjaustyti, sukapoti, supjaustykite, supjaustome
- τσιγάρο στα λιθουανικά - cigaretė, dirbti, cigarečių, cigaretės, cigarete, cigaretę
- τσιγαρίζω στα λιθουανικά - pakepinti, saute, Sauté
Τυχαίες λέξεις
Τσεκούρι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kirvis, axe, mažinimas, tašyti, apkarpyti
Μεταφράσεις: kirvis, axe, mažinimas, tašyti, apkarpyti