Υπεκφεύγω στα λιθουανικά

Μετάφραση: υπεκφεύγω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalambūras, išsisukinėjimas, ginčytis, išsisukinėti
Υπεκφεύγω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπεκφεύγω

υπεκφεύγω ορισμος, υπεκφεύγω λεξικο, υπεκφεύγω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υπεκφεύγω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • υπασπιστής στα λιθουανικά - adjutantas, pagalbinės proto dvasios, pagalbinė proto, Padedantis, padėjėjas
  • υπατεία στα λιθουανικά - konsulatas, konsulas, Pareigos konsulas
  • υπεκφυγή στα λιθουανικά - vengimas, slėpimu, vengimu, vengimą, vengimas mokėti
  • υπενθυμίζω στα λιθουανικά - priminti, primena, primins, Primename
Τυχαίες λέξεις
Υπεκφεύγω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kalambūras, išsisukinėjimas, ginčytis, išsisukinėti