Υπεκφεύγω στα ουκρανικά
Μετάφραση: υπεκφεύγω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поширюваний, вигадка, переважаючий, переважний, каламбур
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπεκφεύγω
υπεκφεύγω ορισμος, υπεκφεύγω λεξικο, υπεκφεύγω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υπεκφεύγω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- υπασπιστής στα ουκρανικά - ад'ютант, підручний
- υπατεία στα ουκρανικά - консульство, посаду, посада, на посаду
- υπεκφυγή στα ουκρανικά - обхід, виверт, ухилення, ухиляння, відхилення
- υπενθυμίζω στα ουκρανικά - ремілітаризація, нагадувати, нагадуватиме, нагадуватимуть
Τυχαίες λέξεις
Υπεκφεύγω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поширюваний, вигадка, переважаючий, переважний, каламбур
Μεταφράσεις: поширюваний, вигадка, переважаючий, переважний, каламбур