Φαρμακοποιός στα λιθουανικά
Μετάφραση: φαρμακοποιός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaistininkas, farmacininkas, chemikas, Apothecary, Aptekarz, farmaceutas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαρμακοποιός
φαρμακοποιός αυτοκτόνησε, φαρμακοποιός ονειροκρίτης, φαρμακοποιόσ ρέντη, φαρμακοποιός σύζυγος παρουσιάστριας, φαρμακοποιόσ θεαγένειο, φαρμακοποιός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, φαρμακοποιός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- φαρμακερός στα λιθουανικά - venomed
- φαρμακευτικός στα λιθουανικά - farmacijos, FARMACINĖ, VAISTO, vaistų, formacijos
- φασαρία στα λιθουανικά - uždavinys, sambrūzdis, nervinimasis, bėgiojimas, bruzdėjimas, bėgioti
- φασιανός στα λιθουανικά - fazanas, Pheasant, fazanų, fazano, Bażant
Τυχαίες λέξεις
Φαρμακοποιός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vaistininkas, farmacininkas, chemikas, Apothecary, Aptekarz, farmaceutas
Μεταφράσεις: vaistininkas, farmacininkas, chemikas, Apothecary, Aptekarz, farmaceutas