Ευπρεπής στα νορβηγικά

Μετάφραση: ευπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
riktig, egen, korrekt, passende, sømmelig, seemly, høvisk, tekkelig, har en anstendig
Ευπρεπής στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευπρεπής

ευπρεπής εμφάνιση, ευπρεπής λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ευπρεπής στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ευπρέπεια στα νορβηγικά - anstendighet, sømmelighet, decency
  • ευπρεπέστατα στα νορβηγικά - efprepestata
  • ευπροσήγορος στα νορβηγικά - høflig, sivil, borgerlig, facile, lettvinte, lettvint, overfladisk
  • ευπρόσιτος στα νορβηγικά - tilgjengelig, lett tilgjengelig, lett tilgjengelige, er lett tilgjengelig
Τυχαίες λέξεις
Ευπρεπής στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: riktig, egen, korrekt, passende, sømmelig, seemly, høvisk, tekkelig, har en anstendig