Άνευ στα ολλανδικά

Μετάφραση: άνευ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zonder, zonder dat, zonder te, geen
Άνευ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνευ

άνευ αποδοχών δημόσιο, άνευ βλάβης, άνευ αρχών, άνευ όρων, άνευ ετέρου, άνευ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άνευ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άνεση στα ολλανδικά - verlichten, gerief, rust, toestel, apparaat, gemak, comfort, ...
  • άνετος στα ολλανδικά - comfortabel, makkelijk, gerieflijk, zoetjes, geriefelijk, zachtjes, vlot, ...
  • άνηθο στα ολλανδικά - dille, dill, de dille
  • άνθισμα στα ολλανδικά - bloeiend, bloeiende, blooming, bloeien, bloei
Τυχαίες λέξεις
Άνευ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zonder, zonder dat, zonder te, geen