Άργιλος στα ολλανδικά

Μετάφραση: άργιλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kreng, slik, drek, modder, klei, lijk, aarden, kadaver, leem, van klei, clay
Άργιλος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άργιλος

άργιλος σε σκόνη, άργιλος για μαλλιά, άργιλος σε σκόνη τιμή, άργιλος και κυτταρίτιδα, άργιλος αγορά, άργιλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άργιλος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άπταιστος στα ολλανδικά - stromend, vloeiend, vlot, vloeiend te, vloeiende
  • άραγε στα ολλανδικά - toch, dus, dientengevolge, ik vraag me af, vraag ik me af, ik me af, ik vraag mij af, ...
  • άρδευση στα ολλανδικά - irrigatie, bevloeiing, irrigatiesysteem, irrigatiesystemen, de irrigatie
  • άρθρο στα ολλανδικά - opstel, verhandeling, stuk, artikel, clausule, lidwoord, handelsartikel, ...
Τυχαίες λέξεις
Άργιλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kreng, slik, drek, modder, klei, lijk, aarden, kadaver, leem, van klei, clay