Έναρξη στα ολλανδικά
Μετάφραση: έναρξη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwel, begin, bron, herkomst, intrede, aanhef, welput, afkomst, aanvang, het begin, start, de aanvang
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έναρξη
έναρξη μουντιάλ 2014, έναρξη σχολικού έτους 2014-15, έναρξη ατομικής επιχείρησης, έναρξη προεκλογικής περιόδου 2014, έναρξη πανελλαδικών 2014, έναρξη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έναρξη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ένα στα ολλανδικά - men, één, je, 'n, een, van een, de
- έναρθρος στα ολλανδικά - welbespraakt, welsprekendheid
- ένας στα ολλανδικά - een, één, 'n, je, men, ene, iemand
- έναστρος στα ολλανδικά - sterrenhemel, Starry, sterrige, De Sterrige, sterrig
Τυχαίες λέξεις
Έναρξη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kwel, begin, bron, herkomst, intrede, aanhef, welput, afkomst, aanvang, het begin, start, de aanvang
Μεταφράσεις: kwel, begin, bron, herkomst, intrede, aanhef, welput, afkomst, aanvang, het begin, start, de aanvang