Αγωνιστής στα ολλανδικά
Μετάφραση: αγωνιστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vechter, gevechtsvliegtuig, fighter, vechter van, strijder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγωνιστής
αγωνιστής english, αγωνιστής συνώνυμα, αγωνιστής μυς, νέος αγωνιστής, αγωνιστής ντοπαμίνης, αγωνιστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγωνιστής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αγωνία στα ολλανδικά - ellende, nood, zielsangst, doodsangst, agonie, beklemming, doodsstrijd, ...
- αγωνίζομαι στα ολλανδικά - conflict, worstelen, strijden, strijd, spartelen, kampen, botsing, ...
- αγωνιώ στα ολλανδικά - angst, zielsangst, beklemming, smart, benauwdheid, zijn, worden, ...
- αγόρι στα ολλανδικά - zoon, knaap, jongen, boy, jongen van, De jongen, jongetje
Τυχαίες λέξεις
Αγωνιστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vechter, gevechtsvliegtuig, fighter, vechter van, strijder
Μεταφράσεις: vechter, gevechtsvliegtuig, fighter, vechter van, strijder