Αγωνιστής στα ουκρανικά
Μετάφραση: αγωνιστής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винищувач
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγωνιστής
αγωνιστής english, αγωνιστής συνώνυμα, αγωνιστής μυς, νέος αγωνιστής, αγωνιστής ντοπαμίνης, αγωνιστής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγωνιστής στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αγωνία στα ουκρανικά - біда, мука, зривши, збентежувати, нездужання, агонія, горе, ...
- αγωνίζομαι στα ουκρανικά - боротися, боротьба, боротьби
- αγωνιώ στα ουκρανικά - біль, страждання, бути, можливо
- αγόρι στα ουκρανικά - хлопчик, хлопець, старовина, старина, сине, бій, мальчик
Τυχαίες λέξεις
Αγωνιστής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: винищувач
Μεταφράσεις: винищувач