Αγωνιστής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αγωνιστής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lutador, combatente, caça, lutador do, lutador de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγωνιστής
αγωνιστής english, αγωνιστής συνώνυμα, αγωνιστής μυς, νέος αγωνιστής, αγωνιστής ντοπαμίνης, αγωνιστής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αγωνιστής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αγωνία στα πορτογαλικά - acabrunhar, distrair, angústia, agonia, transe, angustiar, afligir, ...
- αγωνίζομαι στα πορτογαλικά - luta, combate, batalha, pelejar, conflitos, conflito, brigar, ...
- αγωνιώ στα πορτογαλικά - angústia, ânsia, transe, estar em, ser, estar no, estar na, ...
- αγόρι στα πορτογαλικά - rapaz, criado, menino, filho, garoto, boy, do menino
Τυχαίες λέξεις
Αγωνιστής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lutador, combatente, caça, lutador do, lutador de
Μεταφράσεις: lutador, combatente, caça, lutador do, lutador de