Αδύνατον στα ολλανδικά

Μετάφραση: αδύνατον, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbestaanbaar, onuitstaanbaar, uitgesloten, onmogelijk, onmogelijk op, onmogelijk op een, onmogelijk is, mogelijk
Αδύνατον στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδύνατον

αδύνατον τ' αληθές λαθείν, φύσει αδύνατον, αδύνατον τον μηδέν πράττοντα πράττειν εύ, φυγείν αδύνατον, αδύνατον να κοιμηθώ - μάγια μελάγια, αδύνατον λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδύνατον στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδυνατίζω στα ολλανδικά - schraal, tenger, sprietig, slank, dun, mager, luchtig, ...
  • αδύναμος στα ολλανδικά - broos, uitgeleefd, gammel, breekbaar, fragiel, bouwvallig, zwak, ...
  • αδύνατος στα ολλανδικά - zwak, zwakke, weak, zwak is, een zwakke
  • αεράκι στα ολλανδικά - bries, wind, briesje, krachtige wind, stil
Τυχαίες λέξεις
Αδύνατον στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbestaanbaar, onuitstaanbaar, uitgesloten, onmogelijk, onmogelijk op, onmogelijk op een, onmogelijk is, mogelijk