Αδύνατον στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδύνατον, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impossível, pôr, impossíveis, possível, impossibilidade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδύνατον
αδύνατον τ' αληθές λαθείν, φύσει αδύνατον, αδύνατον τον μηδέν πράττοντα πράττειν εύ, φυγείν αδύνατον, αδύνατον να κοιμηθώ - μάγια μελάγια, αδύνατον λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδύνατον στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδυνατίζω στα πορτογαλικά - fino, delgado, delicado, debilitar, debilitam, enfraquecer, debilitate, ...
- αδύναμος στα πορτογαλικά - frágil, débil, decrépito, fraco, quebradiço, caduco, nós, ...
- αδύνατος στα πορτογαλικά - fraco, débil, fraca, fracos, fracas
- αεράκι στα πορτογαλικά - brisa, brisa do, vento, brisa de, breeze
Τυχαίες λέξεις
Αδύνατον στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: impossível, pôr, impossíveis, possível, impossibilidade
Μεταφράσεις: impossível, pôr, impossíveis, possível, impossibilidade