Αεροπορία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αεροπορία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vliegwezen, aviatiek, luchtvaart, de luchtvaart, luchtvaartsector, luchtvaartactiviteiten, van de luchtvaart
Αεροπορία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αεροπορία

αεροπορία στρατού, αεροπορία στρατού στεφανοβίκειο, αεροπορία εισιτήρια, αεροπορία κύπρου, αεροπορία βαθμοί, αεροπορία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αεροπορία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αεροπειρατεία στα ολλανδικά - kaping, kapen, hijacking, kapingen, het kapen
  • αεροπλάνο στα ολλανδικά - vliegmachine, vliegtuig, vlak, schaaf, het vliegtuig, plane
  • αεροπόρος στα ολλανδικά - vliegenier, vlieger, de Vliegenier, aviator, vliegeniers
  • αεροσκάφος στα ολλανδικά - vliegtuig, vliegmachine, vliegtuigen, luchtvaartuigen, luchtvaartuig, toestellen
Τυχαίες λέξεις
Αεροπορία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vliegwezen, aviatiek, luchtvaart, de luchtvaart, luchtvaartsector, luchtvaartactiviteiten, van de luchtvaart