Reden στα ελληνικά
Μετάφραση: reden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γη, αιτία, προσαράσσω, λόγος, προκαλώ, προξενώ, έδαφος, σκοπός, αιτιολογία, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- redelijk στα ελληνικά - λογικός, λογικώς, ευλόγως, εύλογα, λογικά, λογικές
- redelijkheid στα ελληνικά - αιτιολογία, αιτία, λόγος, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
- redenaar στα ελληνικά - ρήτορας, ρήτορα, ομιλητής, ομιλητή, ρήτωρ
- redetwist στα ελληνικά - διένεξη, διαφορά, φιλονικία, κωπηλατώ, καυγαδίζω, καβγάς, διαφωνία, ...
Τυχαίες λέξεις
Reden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γη, αιτία, προσαράσσω, λόγος, προκαλώ, προξενώ, έδαφος, σκοπός, αιτιολογία, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
Μεταφράσεις: γη, αιτία, προσαράσσω, λόγος, προκαλώ, προξενώ, έδαφος, σκοπός, αιτιολογία, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για