Αιτών στα ολλανδικά

Μετάφραση: αιτών, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzoeker, aanvrager, verzoekster, kandidaat, verzoeksters
Αιτών στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιτών

αιτών αιτούσα αιτούν, αιτών ή αιτούμενοσ, αιτών κλίση, αιτών άσυλο, ο αιτών, αιτών λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αιτών στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αιτούμαι στα ολλανδικά - leggen, zetten, opleggen, benutten, aandoen, toepassen, aanwenden, ...
  • αιτώ στα ολλανδικά - eisen, rekenen, vereisen, opeisen, wilt aanvragen
  • αιφνίδιος στα ολλανδικά - levendig, spits, wakker, tierig, scherp, snerpend, guur, ...
  • αιφνιδιαστικά στα ολλανδικά - opeens, plotseling, ineens, onverwacht, onverwachts, onverwachte, onverhoopt
Τυχαίες λέξεις
Αιτών στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verzoeker, aanvrager, verzoekster, kandidaat, verzoeksters