Αμάλγαμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμάλγαμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amalgaam, samensmelting, amalgaamafscheider, mengelmoes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμάλγαμα
αμάλγαμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμάλγαμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αλύγιστος στα ολλανδικά - lijk, stug, star, plechtig, strak, houterig, stram, ...
- αμάθεια στα ολλανδικά - onwetendheid, onkunde, de onwetendheid, onbekendheid
- αμάξωμα στα ολλανδικά - chassis, onderstel, het chassis, behuizing, frame
- αμάραντος στα ολλανδικά - amarant, amaranth, de amarant, van de amarant, amarant van
Τυχαίες λέξεις
Αμάλγαμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: amalgaam, samensmelting, amalgaamafscheider, mengelmoes
Μεταφράσεις: amalgaam, samensmelting, amalgaamafscheider, mengelmoes