Nonchalance στα ελληνικά

Μετάφραση: nonchalance, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμελώ, αμέλεια, αδιαφορία, νωχέλεια, απάθεια, την αδιαφορία, ανεμελιά
Nonchalance στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nomadisch στα ελληνικά - φερέοικος, νομαδικός, νομαδικές, νομαδική, νομαδικών, νομαδικό
  • nomenclatuur στα ελληνικά - ορολογία, γλώσσα, ονοματολογία, ονοματολογίας, ονοματολογία των, ονοματολογία που, ονοματολογίας των
  • nonchalant στα ελληνικά - εγκληματίας, απρόσεκτος, οκνός, εγκαταλειμμένος, ράθυμος, αδιάφορος, ετοιμόρροπος, ...
  • nonsens στα ελληνικά - βλακείες, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο
Τυχαίες λέξεις
Nonchalance στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμελώ, αμέλεια, αδιαφορία, νωχέλεια, απάθεια, την αδιαφορία, ανεμελιά