Αμελητέος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμελητέος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
te verwaarlozen, verwaarloosbaar, verwaarlozen, verwaarloosbare, verwaarlozen is
Αμελητέος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμελητέος

αμελητέοσ αντίθετο, αμελητέος πυρετός, αμελητέος συνώνυμο, αμελητέος συνώνυμα, αμελητέος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμελητέος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμβροσία στα ολλανδικά - ambrozijn, Ambrosia, nectar, van Ambrosia, godenspijs
  • αμείβω στα ολλανδικά - vergelden, vergelde, niet vergelde, te vergelden, requite
  • αμελώ στα ολλανδικά - nonchalance, veronachtzamen, nalatigheid, zuinig zijn, beknibbelen, skimp, zuinig, ...
  • αμερόληπτος στα ολλανδικά - onpartijdig, onpartijdige
Τυχαίες λέξεις
Αμελητέος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: te verwaarlozen, verwaarloosbaar, verwaarlozen, verwaarloosbare, verwaarlozen is