Αμετάπειστος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμετάπειστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onvermurwbaar, keihard, overtuigd, adamant, onbuigzaam
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμετάπειστος
αμετάπειστος συνώνυμα, αμετάπειστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμετάπειστος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμετάβλητος στα ολλανδικά - onveranderd, ongewijzigd, ongewijzigde, gewijzigd, gelijk
- αμετάκλητος στα ολλανδικά - onherroepelijk, onherroepelijke, onherroepelijk is
- αμετάτρεπτος στα ολλανδικά - onverwisselbaar, convertibele, omwisselbare
- αμηχανία στα ολλανδικά - penarie, hinder, benardheid, verlegenheid, knelpunt, schaamte, gêne, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμετάπειστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onvermurwbaar, keihard, overtuigd, adamant, onbuigzaam
Μεταφράσεις: onvermurwbaar, keihard, overtuigd, adamant, onbuigzaam