Αμνησία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμνησία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geheugenverlies, amnesie, amnesia
Αμνησία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμνησία

αμνησία bar, αμνησία ταινία, αμνησία τρύπες, αμνησία συνώνυμα, αμνησία τρύπες στίχοι, αμνησία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμνησία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμμόλοφος στα ολλανδικά - duin, duinen, dune, duin van, duingebied
  • αμμώδης στα ολλανδικά - mul, rul, zanderig, zand-, zandig, zand, zandige
  • αμνηστία στα ολλανδικά - amnestie, begenadiging, Amnesty, van Amnesty, amnestiewet, amnestieregeling
  • αμοιβάδα στα ολλανδικά - amoebe, Amoeba, amoeben, de Amoebe
Τυχαίες λέξεις
Αμνησία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geheugenverlies, amnesie, amnesia