Αμυδρά στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμυδρά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verduisteren, schemerig, vaag, dof, donker
Αμυδρά στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμυδρά

αμυδρά ετυμολογία, αμυδρά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμυδρά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμπέλι στα ολλανδικά - wijngaard, wijngaarden, wijn gaard, de wijngaard, wijngaard van
  • αμυγδαλή στα ολλανδικά - amygdala, de amygdala, amandelkern
  • αμυδρός στα ολλανδικά - duister, obscuur, gesmoord, licht, schemerig, donker, toonloos, ...
  • αμυντικός στα ολλανδικά - defensief, defensieve, verdediging, verdedigende, defensie
Τυχαίες λέξεις
Αμυδρά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verduisteren, schemerig, vaag, dof, donker