Αμυδρά στα τούρκικα
Μετάφραση: αμυδρά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karartmak, loş, dim, sönük, kararır
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμυδρά
αμυδρά ετυμολογία, αμυδρά λεξικό γλώσσας τούρκικα, αμυδρά στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αμπέλι στα τούρκικα - bağ, vineyard, üzüm bağı, Bağcılık, üzüm
- αμυγδαλή στα τούρκικα - amigdala, amigdal, amygdala, amigdalanın
- αμυδρός στα τούρκικα - bayılmak, zayıf, anlaşılmaz, baygınlık, donuk, karanlık, kuvvetsiz, ...
- αμυντικός στα τούρκικα - savunma, defans, defansif, savunmacı, rakip defans
Τυχαίες λέξεις
Αμυδρά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: karartmak, loş, dim, sönük, kararır
Μεταφράσεις: karartmak, loş, dim, sönük, kararır