Αναγκαιότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναγκαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noodzakelijkheid, noodzaak, noodzakelijk, noodzakelijk is, de noodzaak
Αναγκαιότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγκαιότητα

αναγκαιότητα του προϋπολογισμού λειτουργίας μίας επιχείρησης, αναγκαιότητα και περιεχόμενο επιμόρφωσης διευθυντών σχολικών μονάδων μια διερευνητική μελέτη, αναγκαιότητα κριτικήσ ικανότητασ, αναγκαιότητα συνώνυμο, αναγκαιότητα και σκοπιμότητα του επιχειρηματικού σχεδίου, αναγκαιότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναγκαιότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναγέννηση στα ολλανδικά - wedergeboorte, verjonging, vernieuwing, regeneratie, de regeneratie
  • αναγκαίος στα ολλανδικά - noodzakelijkheid, noodzaak, nodig, benodigd, noodzakelijk, nodige, noodzakelijke, ...
  • αναγνωρίζω στα ολλανδικά - honoreren, bekennen, binnenlaten, identificeren, waarderen, erkennen, toegeven, ...
  • αναγνωριζόμενος στα ολλανδικά - erkend, erkende, opgenomen, herkend, verantwoord
Τυχαίες λέξεις
Αναγκαιότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: noodzakelijkheid, noodzaak, noodzakelijk, noodzakelijk is, de noodzaak