Αναιμία στα ολλανδικά
Μετάφραση: αναιμία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bloedarmoede, anemie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναιμία
αναιμία fanconi, αναιμία τα κυριότερα συμπτώματα, αναιμία biermer, αναιμία και ταχυκαρδίες, αναιμία θεραπεία, αναιμία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναιμία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αναθεωρώ στα ολλανδικά - recenseren, revaluatie, bespreken, revue, schouw, inspectie, periodiek, ...
- αναιδής στα ολλανδικά - brutaal, onbeschaamd, vrijpostig, eigenwijs, verwaand, verwaande, arrogante, ...
- αναιμικός στα ολλανδικά - bloedarm, anemische, bloedarmoede, anemisch, anemic
- αναιρώ στα ολλανδικά - weerleggen, herroepen, te herroepen, recant, herroepen van
Τυχαίες λέξεις
Αναιμία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bloedarmoede, anemie
Μεταφράσεις: bloedarmoede, anemie