Ανακύκλωση στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανακύκλωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
recycling, recyclage, recyclen, recycleren, hergebruik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακύκλωση
ανακύκλωση συσκευών θεσσαλονίκη, ανακύκλωση μπαταριών, ανακύκλωση πλαστικού, ανακύκλωση συσκευών, ανακύκλωση χαρτιού, ανακύκλωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανακύκλωση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανακωχή στα ολλανδικά - wapenstilstand, bestand, truce, een wapenstilstand
- ανακόπτω στα ολλανδικά - betomen, bedwingen, beteugelen, steel, stam, stengel, stamcellen, ...
- αναλαμπή στα ολλανδικά - gloren, wip, ogenblik, flits, oogwenk, tel, schel, ...
- αναλγητικός στα ολλανδικά - pijnstillend, analgeticum, analgetische, pijnstillende, analgetisch
Τυχαίες λέξεις
Ανακύκλωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: recycling, recyclage, recyclen, recycleren, hergebruik
Μεταφράσεις: recycling, recyclage, recyclen, recycleren, hergebruik