Αναπτύσσω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναπτύσσω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
formeren, openbaren, uitbreiden, ontwikkelen, te ontwikkelen, ontwikkeling, ontwikkeling van, de ontwikkeling
Αναπτύσσω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπτύσσω

αναπτύσσω βικιλεξικο, αναπτύσσω προστακτικη, αναπτύσσω παρατατικός, αναπτύσσω λεξικό, αναπτύσσω αντωνυμο, αναπτύσσω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναπτύσσω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναπτήρας στα ολλανδικά - aansteker, vuurmaker, aak, lichter, lichtere, lichte, lichter is
  • αναπτύσσομαι στα ολλανδικά - uitbreiden, openbaren, formeren, evolueren, vormen, shapes, modellen, ...
  • αναπόφευκτα στα ολλανδικά - onvermijdelijk, noodzakelijkerwijs, onherroepelijk
  • αναπόφευκτος στα ολλανδικά - onvermijdelijk, onvermijdelijke, onvermijdelijk is, het onvermijdelijk, onontkoombaar
Τυχαίες λέξεις
Αναπτύσσω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: formeren, openbaren, uitbreiden, ontwikkelen, te ontwikkelen, ontwikkeling, ontwikkeling van, de ontwikkeling