Αναπτύσσω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναπτύσσω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incrementar, desenvolver, torne, prejudicial, revelar, desenvolvimento, desenvolvem, desenvolvimento de, desenvolver a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπτύσσω
αναπτύσσω βικιλεξικο, αναπτύσσω προστακτικη, αναπτύσσω παρατατικός, αναπτύσσω λεξικό, αναπτύσσω αντωνυμο, αναπτύσσω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναπτύσσω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναπτήρας στα πορτογαλικά - batelão, comutador, isqueiro, acendedor, mais leve, leve, mais leves
- αναπτύσσομαι στα πορτογαλικά - evolucionar, estabelecer, prejudicial, evoluir, evolua, torne, incrementar, ...
- αναπόφευκτα στα πορτογαλικά - inevitavelmente, inevitável
- αναπόφευκτος στα πορτογαλικά - inevitável, inevitáveis
Τυχαίες λέξεις
Αναπτύσσω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: incrementar, desenvolver, torne, prejudicial, revelar, desenvolvimento, desenvolvem, desenvolvimento de, desenvolver a
Μεταφράσεις: incrementar, desenvolver, torne, prejudicial, revelar, desenvolvimento, desenvolvem, desenvolvimento de, desenvolver a