Αναρχία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναρχία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
regeringloosheid, anarchie, anarchy, de anarchie, anarchisme
Αναρχία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρχία

αναρχία ορισμός, αναρχία στην αρχαία ελλάδα, αναρχία και χριστιανισμός, αναρχία βιβλία, αναρχία ετυμολογία, αναρχία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναρχία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναρρόφηση στα ολλανδικά - zuiging, zuigkracht, zuig, zuig-, afzuiging
  • αναρρώνω στα ολλανδικά - helen, genezen, aansterken, revalideren, convalesce, te sterken, op verhaal komen
  • αναρχικός στα ολλανδικά - anarchist, anarchistische, anarchistisch, anarchisten, de anarchistische
  • αναρωτιέμαι στα ολλανδικά - verbazing, wonder, zich afvragen, benieuwd zijn, verwondering, afvragen
Τυχαίες λέξεις
Αναρχία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: regeringloosheid, anarchie, anarchy, de anarchie, anarchisme