Ανασχηματισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανασχηματισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reformeren, hervormen, herschikking, herschikken, herschikking van, reshuffle
Ανασχηματισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανασχηματισμός

ανασχηματισμός κύπρος, ανασχηματισμός 2013, ανασχηματισμός 2014, ανασχηματισμός στην κύπρο, ανασχηματισμός απρίλιος 2014, ανασχηματισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανασχηματισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανασυγκρότηση στα ολλανδικά - wederopbouw, reconstructie, de wederopbouw, heropbouw, wederopbouw van
  • ανασφαλής στα ολλανδικά - onzeker, onveilig, onzekere, onveilige, zit los
  • ανατέλλω στα ολλανδικά - beklimming, stijging, opstaan, opslag, anatello
  • αναταραχή στα ολλανδικά - agitatie, opschudding, woeling, troebelen, onrust, kabaal, beweging, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανασχηματισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: reformeren, hervormen, herschikking, herschikken, herschikking van, reshuffle