Kerel στα ελληνικά

Μετάφραση: kerel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσωπο, ψυχή, ατομικός, θνητός, άνθρωπος, ανθρώπινος, άτομο, παιδί, τύπος, θανάσιμος, κάποιος, τύπο, ο τύπος, άντρας
Kerel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kennis στα ελληνικά - γνώσεις, γνώση, γνωριμία, οικειότητα, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
  • kentering στα ελληνικά - μεταβολή, αλλάζω, παραλλαγή, μεταμόρφωση, παραλλάζω, μετατροπή, τροποποίηση, ...
  • keren στα ελληνικά - στρίβω, σειρά, στροφή, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
  • kerf στα ελληνικά - Νίκος, Nick, το nick, ο Nick, τον Nick
Τυχαίες λέξεις
Kerel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσωπο, ψυχή, ατομικός, θνητός, άνθρωπος, ανθρώπινος, άτομο, παιδί, τύπος, θανάσιμος, κάποιος, τύπο, ο τύπος, άντρας