Open στα ελληνικά

Μετάφραση: open, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανοιχτός, αυτεξούσιος, δωρεάν, κενός, άδειος, φανερός, ανοικτός, εγκαινιάζω, τσάμπα, ανοίγω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Open στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • opeenvolging στα ελληνικά - αλληλουχία, σειρά, διαδοχή, ακολουθία, αλληλουχίας, ακολουθίας
  • opeisen στα ελληνικά - ανάγκη, απαίτηση, περιλαμβάνω, χρειάζομαι, αιτώ, ζήτηση, παίρνω, ...
  • openbaar στα ελληνικά - υφήλιος, κόσμος, κοινός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, ...
  • openbaarheid στα ελληνικά - δημοσιότητα, προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, δημοσιότητας, διαφήμιση, τη δημοσιότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Open στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανοιχτός, αυτεξούσιος, δωρεάν, κενός, άδειος, φανερός, ανοικτός, εγκαινιάζω, τσάμπα, ανοίγω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό