Αντικαθιστώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: αντικαθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervangen, inboeten, te vervangen, vervanging, vervang, vervanging van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντικαθιστώ
αντικαθιστώ κλιση, αντικαθιστώ υποκαθιστώ, αντικαθιστώ συνώνυμο, αντικαθιστώ μετάφραση, αντικαθιστώ conjugation, αντικαθιστώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αντικαθιστώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αντιζηλία στα ολλανδικά - wedijver, rivaliteit, concurrentie, de rivaliteit, rivaliteit tussen
- αντιθετικός στα ολλανδικά - tegengesteld, antithetische, antithetisch
- αντικατάσταση στα ολλανδικά - aflossing, nazaat, afstammeling, nakomeling, opvolger, opvolgster, vervanging, ...
- αντικαταστάτης στα ολλανδικά - opvolgster, aflossing, afstammeling, opvolger, nakomeling, nazaat, substituut, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντικαθιστώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vervangen, inboeten, te vervangen, vervanging, vervang, vervanging van
Μεταφράσεις: vervangen, inboeten, te vervangen, vervanging, vervang, vervanging van