Afgelegen στα ελληνικά
Μετάφραση: afgelegen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψυχρός, μακριά, απομακρυσμένος, απόμακρος, απόκεντρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afgeladen στα ελληνικά - μεστός, πλήρης, γεμάτος, υπερπλήρης, γεμάτη, κορεσμένη
- afgelasten στα ελληνικά - ανακαλώ, ακυρώνω, ματαιώνω, ματαιώσουν, καλέσει από, ματαιώσει
- afgelopen στα ελληνικά - έτοιμος, πάνω, τελείωσε, πανέτοιμος, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, ...
- afgemeten στα ελληνικά - αλύγιστος, επίσημος, άκαμπτος, ισχυρός, μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Afgelegen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψυχρός, μακριά, απομακρυσμένος, απόμακρος, απόκεντρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Μεταφράσεις: ψυχρός, μακριά, απομακρυσμένος, απόμακρος, απόκεντρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως