Αποσκίρτηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: αποσκίρτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
secessie, afvalligheid, overlopen, desertie, ontrouw, defection
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποσκίρτηση
αποσκίρτηση συνώνυμα, αποσκίρτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποσκίρτηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αποσαφηνίζω στα ολλανδικά - beduiden, uitleggen, verduidelijken, verhelderen, te verduidelijken, verduidelijking, duidelijk
- αποσβολώνω στα ολλανδικά - verdoving, bedwelming, bedwelmen, roes, daze
- αποσκευές στα ολλανδικά - bagage, Bagageopslag, de bagage, bagageruimte
- αποσμητικό στα ολλανδικά - deodorant, deo, geurbestrijdende
Τυχαίες λέξεις
Αποσκίρτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: secessie, afvalligheid, overlopen, desertie, ontrouw, defection
Μεταφράσεις: secessie, afvalligheid, overlopen, desertie, ontrouw, defection