Αποταμίευση στα ολλανδικά
Μετάφραση: αποταμίευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besparing, spaargeld, besparingen, spaargelden, besparen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποταμίευση
αποταμίευση βικιπαιδεια, αποταμίευση για όλουσ, αποταμίευση παροιμίες, αποταμίευση ορισμός, αποταμίευση έκθεση, αποταμίευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποταμίευση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αποσύρω στα ολλανδικά - uitmaken, opdoeken, uittrekken, verwijderen, elimineren, terugtrekken, afzetten, ...
- αποτέλεσμα στα ολλανδικά - bevinding, uitvloeisel, afstammen, gevolg, resultaat, oplossing, voortvloeisel, ...
- αποταμιεύω στα ολλανδικά - bezuinigen, behoeden, uitsparen, behouden, bergen, redden, bewaren, ...
- αποτελεσματικός στα ολλανδικά - doeltreffend, werkend, werkdadig, doelmatig, afdoend, effectief, effectieve, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποταμίευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: besparing, spaargeld, besparingen, spaargelden, besparen
Μεταφράσεις: besparing, spaargeld, besparingen, spaargelden, besparen