Απραξία στα ολλανδικά
Μετάφραση: απραξία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkeloosheid, stilzitten, passiviteit, inactiviteit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απραξία
απραξία αγγλικα, προφορική απραξία, στοματική απραξία, οφθαλμοκινητική απραξία, απραξία λόγου, απραξία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απραξία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αποχωρητήριο στα ολλανδικά - kom, kleding, vont, bekken, toilet, wC, toiletten, ...
- αποχώρηση στα ολλανδικά - opname, intrekking, terugtrekking, de intrekking, ingetrokken
- απρεπής στα ολλανδικά - onbetamelijk, ongepast, misstaan, unbecoming, onwaardig
- απροθυμία στα ολλανδικά - onwil, onwilligheid, niet bereid, de onwil, tegenzin
Τυχαίες λέξεις
Απραξία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: werkeloosheid, stilzitten, passiviteit, inactiviteit
Μεταφράσεις: werkeloosheid, stilzitten, passiviteit, inactiviteit